- κλιμακόεις
- κλιμακόεις, -εσσα, -εν (Α)αυτός που έχει βαθμίδες, σκαλοπάτια, ο κατασκευασμένος κατά βαθμίδες, κλιμακωτός («Ἰθώμην κλιμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + επίθημα -όεις (πρβλ. δροσ-όεις, μηχαν-όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.