κλιμακόεις

κλιμακόεις
κλιμακόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει βαθμίδες, σκαλοπάτια, ο κατασκευασμένος κατά βαθμίδες, κλιμακωτός («Ἰθώμην κλιμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + επίθημα -όεις (πρβλ. δροσ-όεις, μηχαν-όεις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλιμακόεσσαν — κλιμακόεις with steps fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՆԴՂԱՁԵՒ — ( ) NBH 2 0693 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա. κλιμακόεις, κλιμακώδης gradatus, scalae modo factus, scalaris. Ունօղ զձեւ սանդղոց կամ աշտիճանաց. աստիճանաւոր. ... *Առ յակոբ սանդղաձեւ երկրաբերձ տեսլեամբ երեւի: Յորդորէ ելանել ընդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”